- νίμμα
- νίμμα, τὸ (Α, Μ και νίμμαν)νερό για νίψιμο, για πλύσιμο, ιδίως τών χεριώναρχ.1. (ως ψόγος) ξέπλυμα, απόπλυμα2. φρ. «νίμμα προσώπου»α) πλύσιμο τού προσώπου, νίψιμοβ) καλλυντικό για το πρόσωπο, μυραλοιφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. -μα (πρβλ. κάλυμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.